ανεπίλυτος

ανεπίλυτος
η , ο [ος , ον ] не(раз)решённый;
неразрешимый

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "ανεπίλυτος" в других словарях:

  • ἀνεπίλυτος — unbandaged masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανεπίλυτος — η, ο (Α ἀνεπίλυτος, ον) αυτός που δεν λύθηκε ή δεν έχει λύση αρχ. (πληγή) που έχει ακόμη τον επίδεσμο …   Dictionary of Greek

  • ανεπίλυτος — η, ο αυτός που δεν έχει λυθεί ή δεν επιδέχεται λύση: Η διαφορά τους είναι ακόμη ανεπίλυτη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀνεπίλυτον — ἀνεπίλυτος unbandaged masc/fem acc sg ἀνεπίλυτος unbandaged neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άλυτος — η, ον (AM ἄλυτος, ον) 1. γεν. αυτός που δεν λύθηκε ή δεν μπορεί να λυθεί 2. άρρηκτος, αδιάσπαστος, στέρεος 3. συνεχής, αδιάκοπος, ακατάλυτος και (στα μσν.) αιώνιος 4. ο μη χαλαρωμένος, ο αχαλάρωτος νεοελλ. αρχ. αυτός τού οποίου δεν βρέθηκε η λύση …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»